λιμναία

λιμναία
(Limnaea). Γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας των λιμναιιδών, της υφομοταξίας των πνευμονοφόρων. Το όστρακό τους, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από γκρίζο έως καστανό, έχει μήκος 4-6 εκ., κωνικό σχήμα και παρουσιάζει 5-7 σπείρες. Ο πόδας τους είναι ενιαίος σαν σόλα. Επίσης δεν έχουν πώμα αλλά σχηματίζουν επίφραγμα. Στο γένος αυτό περιλαμβάνονται διάφορα είδη, όπως η Limnaea stagnalis και η Limnaea arenularia, που ζουν στα γλυκά νερά των τελμάτων, τρέφονται με φυτά και είναι διαδεδομένα κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Ένα συγγενικό είδος είναι η Limnaea trunculata, που αποτελεί ξενιστή μερικών προνυμφικών μορφών της Fasciola hepatica, η οποία παρασιτεί στο πρόβατο. Απολιθωμένα λείψανα λ. βρέθηκαν πολλά στην Ελλάδα. Στα Μέγαρα μάλιστα ανακαλύφθηκε και ένα ιδιαίτερο είδος, η Limnaea megarica. Η λιμναία είναι γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λιμναιιδών.
* * *
η
ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων τής οικογένειας limnaeidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. limnaea < νεολατ. limnaea (< λιμναῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λιμναία — Λιμναίᾱ , Λιμναίη fem nom/voc/acc dual Λιμναίᾱ , Λιμναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμναίᾳ — Λιμναίᾱͅ , Λιμναίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμναῖα — Λιμναῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναῖα — λιμναῖον neut nom/voc/acc pl λιμναῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναία — λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc/acc dual λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίᾳ — λιμναί̱ᾱͅ , λιμναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμναίας — Λιμναίᾱς , Λιμναίη fem acc pl Λιμναίᾱς , Λιμναίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπαλχάς — Λιμναία λεκάνη (17.400 τ. χλμ.) του Καζακστάν. Κατά ένα μέρος είναι αλμυρή και τεκτονικής προέλευσης, έχει σχήμα μεγάλου τόξου, η καμπύλη του οποίου αρχίζει από νοτιοδυτικά, όπου φτάνει στο μεγαλύτερο πλάτος της (80 χλμ.) και προχωρεί προς… …   Dictionary of Greek

  • Λιμναίαν — Λιμναίᾱν , Λιμναίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Λ. ήταν ονομαστός ασκητής και υπήρξε μαθητής των αγίων Θαλάσσιου και Μάρωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου. * * * α, ο (Α λιμναῑος, αία, ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, άδος) [λίμνη] 1. αυτός που ανήκει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”